- κελλόν
- κελλόν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελλόν — κέλλω drive on aor part act masc voc sg κέλλω drive on aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
калека — калечить, также каляка (Радищев), укр. калiка калека , сюда же польск. kаlеkа, диал. kalika. Обычно объясняют из тур. перс. kаlаk изуродованный, обезображенный (см. Мi. ЕW 109; ТЕl 2, 106; Доп. 2, 155; Маценауэр 39; Гануш, РF, I, 461; Бернекер 1 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κελλάς — κελλάς, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. τού τ. *κελλός (κελλόν στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.) τα λλ είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα λν (κελλ <… … Dictionary of Greek
κελλώσαι — κελλῶσαι (Α) [κελλόν] (κατά τον Ησύχ.) «πλαγιάσαι» … Dictionary of Greek
κυλλός — κυλλός, ή, όν (AM) αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι αρχ. 1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα 2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.) 3 … Dictionary of Greek
(s)kel-4 (extended klā-, klō-) — (s)kel 4 (extended klā , klō ) English meaning: to bend; crooked Deutsche Übersetzung: “biegen; anlehnen; krumm (also sittlich: “verkehrt, unrecht”), verkrũmmt”; especially in Körperteilbezeichnungen; “biegsames Gelenk, Ferse, Knie,… … Proto-Indo-European etymological dictionary